εμφιλοχωρώ

εμφιλοχωρώ
(ε) αμετ.
1) проникать, прокрадываться; закрадываться, вкрадываться;

εις το βιβλίο εμφιλοχώρησαν πολλά τυπογραφικά λάθη — в книгу вкралось много опечаток;

2) возникать, появляться;

εμφιλοχώρησαν διαφωνίες — возникли разногласия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εμφιλοχωρώ" в других словарях:

  • εμφιλοχωρώ — (AM ἐμφιλοχωρῶ, έω) 1. κατοικώ κάπου ευχάριστα, μού αρέσει να μένω ή να συχνάζω κάπου 2. (απολ.) εμφανίζομαι ή συχνάζω με ευχαρίστηση κάπου 3. διεισδύω, εισχωρώ …   Dictionary of Greek

  • ἐμφιλοχωρῶ — ἐμφιλοχωρέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐμφιλοχωρέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»